Ο Πριγκόζιν απέδωσε την απόφασή του αυτή στις βαριές απώλειες που έχει υποστεί η εταιρεία του—θυμηθείτε εδώ τις πρόσφατες ανακοινώσεις του Τζων Κέρμπι απ’ τον Λευκό Οίκο για 20.000 νεκρούς και 80.000 τραυματίες από τον Δεκέμβριο 2022 έως την Πρωτομαγιά, συντηρητική κιόλας εκτίμηση—και στην ανεπάρκεια πυρομαχικών και πολεμοφοδίων, για την οποία κατηγόρησε και πάλι το ρωσικό Υπουργείο Άμυνας και το Γενικό Επιτελείο Στρατού, ζητώντας απ’ το τελευταίο ν’ αναλάβει να γεμίσει με δικά του στρατεύματα τα κενά που θ’ αφήσει πίσω της η Βάγκνερ.
Μεταφέρω μερικά απ’ τα λόγια του: «Διακηρύσσω εκ μέρους των μαχητών της Βάγκνερ, εκ μέρους της διοίκησης της Βάγκνερ, πως τη 10η Μαΐου 2023 είμαστε υποχρεωμένοι να παραδώσουμε τις θέσεις μας εντός του οικισμού του Μπαχμούτ σε μονάδες του Υπουργείου Άμυνας και ν’ αποσύρουμε τα υπολείμματα της Βάγκνερ σε στρατόπεδα στα μετόπισθεν για να γλείψουμε τις πληγές μας. Αποσύρω τις μονάδες της Βάγκνερ του Μπαχμούτ, διότι είναι καταδικασμένες να εξολοθρευτούν χωρίς κανέναν λόγο, εξαιτίας της παντελούς έλλειψης πυρομαχικών.»
Πρόκειται για ένα μήνυμα που εγγράφεται ομαλά σε σειρά παρόμοιων προηγούμενων, όπου η αποτυχία της Βάγκνερ αποδίδεται σε προδοτική συμπεριφορά του Υπουργείου Άμυνας και του Γενικού Επιτελείου, τους αξιωματούχους των οποίων ο Πριγκόζιν άλλοτε περιγράφει ανοιχτά και άλλοτε σκιαγραφεί πλαγίως ως γραφειοκράτες, απόλεμους χρυσοκάνθαρους. Πίσω απ’ αυτό το αφήγημα ανιχνεύει κανείς τη σοβιετική, σταλινική κουλτούρα της αναζήτησης εσωτερικών εχθρών που υπονομεύουν τις εθνικές προσπάθειες κοιτώντας τα δικά τους οφέλη.
Για μια ακόμα φορά, το Κρεμλίνο και το Υπουργείο Άμυνας απέφυγαν να σχολιάσουν τις μομφές, με το τελευταίο μονάχα να δηλώνει πως η επιχείρηση στο Μπαχμούτ συνεχίζεται από μεριάς του Γενικού Επιτελείου με υποστηρικτικές μονάδες αλεξιπτωτιστών, ενώ παράλληλα, από ουκρανικές πηγές μάθαμε πως η Βάγκνερ όχι μόνο δεν αποσυρόταν, αλλά εξακολουθούσε να προωθεί μαχητές της από άλλα σημεία στην πόλη έκτασης 45km2, εκ των οποίων σύμφωνα με τον Πριγκόζιν απομένουν μονάχα 2,5km2 να κυριευτούν.
Δεν είναι ασυνήθιστο ο Πριγκόζιν να εκρήγνυται σε βίντεο, ρίχνοντας μπινελίκια—με το συμπάθιο—και κατόπιν ν’ ανακαλεί, ισχυριζόμενος πως «αστειευόταν, αλλά τί να κάνει, έτσι μιλούν οι λαϊκοί άντρες και οι τίμιοι πατριώτες». Νωρίτερα την ίδια ημέρα, είχε εμφανιστεί σε βίντεο με πλήρη παραλλαγή, εξάρτυση, ένα τυφέκιο να κρέμεται στον ώμο του, και με δεκάδες πτώματα μαχητών της Βάγκνερ στρωμένα γύρω του, πάντοτε σύμφωνα με τον ίδιο, και δείχνοντάς τα ούρλιαζε βρισιές και χαρακτηρισμούς προς τον Υπ. Αμ. Σεργκέι Σοϊγκού, που τον έχει μεγάλο άχτι, και τον Α/ΓΕΣ Στγο Βαλέρι Γκερασίμοφ, με τον οποίο έχει ακόμα μεγαλύτερη έριδα, για τους οποίους είπε πως παχαίνουν πίσω απ’ τα γραφεία του τα φτιαγμένα από μαόνι.«Έχουμε 70% έλλειψη πυρομαχικών. Σοϊγκού! Γκερασίμοφ! Πού στο διάολο είναι τα πυρομαχικά;» Και πάλι, ας μου συγχωρεθεί η γλώσσα, που επιχειρεί ν’ αποδώσει τον τόνο, το ύφος, και το φρασεολόγιό.
Ακολούθησε τρίτο βίντεο την ίδια ημέρα, Παρασκευή 5 Μαΐου, όπου, σαν να μην ήταν σαφές από το προηγούμενο με τα πτώματα, εκεί κατονόμαζε ως υπευθύνους για «τους δεκάδες χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες της Βάγκνερ» τον Σεργκέι Σοϊγκου και τον Βαλέρι Γκερασίμοφ, προειδοποιώντας πως θα μεριμνήσει ο ίδιος, ώστε να λογοδοτήσουν γι’ αυτό. Η δε γραπτή δήλωση του Πριγκόζιν, γιατί ασφαλώς υπήρξε και τέτοια, απευθυνόταν στον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου, στον Υπουργό Άμυνας, και τελικά στον Πούτιν, ώστε να του παράσχει την αφορμή να παρέμβει άνωθεν στην κόντρα του με τους δύο πρώτους. «Εάν, εξαιτίας του τιποτένιου φθόνου σας, δεν θέλετε να δώσετε στον ρωσικό λαό τη νίκη της κατάληψης του Μπαχμούτ, αυτό είναι δικό σας πρόβλημα» σημείωνε στην ανάρτηση.
Ο Πριγκόζιν δεν είναι άσχετος με τα σόσιαλ μίντια, μηδέ το οργίλο και παρορμητικό του ύφος στα βίντεο και στις γραπτές του αναρτήσεις είναι γνήσιο, αυθόρμητο, κι αυθεντικό, αλλά μελετημένο και προσποιητό—όπως και ο υπαινιγμός πως δήθεν έχει κάποια έριδα με τον ηγεμόνα, οι έριδες που υπάρχουν μέσα στον κόσμο του Κρεμλίνου είναι πάντοτε μεταξύ των φατριών, πρόσωπα σαν τον Πριγκόζιν ή τους τηλεπροπαγανδιστές ή τους milbloggers στέκονται ως βιτρίνες βαθύτερων ομάδων—καθώς υποδύεται με συνέπεια μια δημόσια περσόνα του εαυτού του, που κατ’ αντίστιξη προς τους υπηρεσιακά ψυχρούς και θεσμικά μετρημένους Σοϊγκού και Γκερασίμοφ η δική του περσόνα διαφέρει από κείνους, διότι δεν θα είχε νόημα να παίξει στο παιχνίδι τους υποδυόμενος κάτι όμοιο με κείνους, μα έπρεπε να διαφέρει ώστε να ενδιαφέρει.
Πλησίον της λαϊκής ψυχής ο ίδιος, όταν προβαίνει σε δημόσιες χειρονομίες συμβολικού χαρακτήρα, ο Πριγκόζιν γνωρίζει πως στη ρωσική λαϊκή παράδοση υπάρχει η ισχυρή συμβολικά σύμβαση της «σαλότητος», με ρίζες στην παράδοση της «διά Χριστόν σαλότητος» μιας σειράς αγίων [π.χ. ο Άγιος Νικόλαος του Πσκοφ, ο Όσιος Μιχαήλ ο Ρώσος, ο Άγιος Βασίλειος Καντόμσκιυ του Ριαζάν, ο Άγιος Γαβριήλ ο Ομολογητής, και άλλοι Ρώσοι διά Χριστόν σαλοί άγιοι], παράδοση που διαχύθηκε πιο πρόσφατα σε μορφές «άτσαλων, αγαθιάρηδων κουζουλών» της πολιτικής όπως ο Ζιρινόφσκι, που εκδήλωναν κάποια αντισυμβατικότητα στις δημόσιες εκφράσεις κι εκδηλώσεις τους, όμως γι’ αυτό τους συμπαθούσε ο λαός κι αισθανόταν μια οικειότητα μαζί τους, επειδή η χορογραφημένη και τεχνηέντως προσαρμοσμένη τους σαλότητα πάντοτε ερμηνευόταν ως μια υποχρεωτική συμπεριφορική σύμβαση που επέτρεπε την εκδήλωση της «παρρησίας», της αρετής να λέει κανείς την αλήθεια ενώπιον μιας ειδάλλως αμείλικτης εξουσίας, ακόμα κι όταν ήταν δυσάρεστη, κυρίως επειδή ήταν δυσάρεστη.
Στην πράξη, βέβαια, η δημόσια σαλότητα ήταν προσποιητή, και γινόταν σεβαστή άνευ ορατής τιμωρίας από την εξουσία ως τελετουργικό μέρος της σύμβασης, γιατί ακριβώς με το να μην τιμωρεί την αυθάδεια του σαλού ο άρχοντας επιβεβαίωνε, ενίσχυε, και διαιώνιζε τη θέση του στην εξουσία με τον εξής μηχανισμό: ο σαλός έλεγε τα δικά του δημοσίως, και προφανώς το πρόσωπο στο οποίο απευθυνόταν ήταν ο «γκοσποντίν» στα μάτια όλων, καθώς δεν θα εκδήλωνε σαλότητα απλά στον οποιονδήποτε, κι έτσι όλη η κοινότητα έβλεπε ποιός είναι ο ξεχωριστός από την ίδια κάτοχος της εξουσίας, αναμένοντας σιωπηρή να δείξει εκείνος μεγαθυμία, σύνεση, και να εισακούσει τον σαλό, φιλόδημα και όχι τυραννικά. Ο άρχοντας έκανε στη συνέχεια αυτό ακριβώς, αξιοποιώντας την προσυμφωνημένη με τον σαλό δημόσια έκφραση παρρησίας, και φανέρωνε πως ο ίδιος είναι τελικά ένας σεμνός και συνετός άρχων, που λαμβάνει τα λόγια του σαλού στα σοβαρά, και μάλιστα ως οιωνό, διαβλέπει το βαθύτερό τους νόημα προσπερνώντας την ασεμνοφανή και αλλόκοτη συμπεριφορά του, και εισακούει το αίτημα—κεντρική έκφραση, δηλωτική του σε ποιόν επιχωριάζει η εξουσία, είναι να λαμβάνει και να εισακούει αιτήματα, που μονάχα η ίδια άλλωστε μπορεί να υλοποιήσει, επιβεβαιώνοντας στον συμβολικό διάλογο με τον αρχόμενο τη θέση του άρχοντα στην κορυφή της κοινότητας.
Πίσω στη σαλότητα των κατά καιρούς μηνυμάτων του Πριγκόζιν, που είναι αιχμηρά, ατσούμπαλα, υβριστικά, φωνακλάδικα, στημένα όχι στα γραφεία των χαρτογιακάδων του κατεστημένου μα σε σκηνικά μαχών, δηλαδή πλάι στα τεκμήρια της μοίρας των λαϊκών θνητών που υποφέρουν αγωνιζόμενοι, παρατηρούμε πως το Κρεμλίνο του Πούτιν σωπαίνει, όπως ο Μέγας Δουξ ή ο Τσάρος των μέσων και πρώιμων νεότερων ρωσικών χρόνων της Μόσχας, εικονίζεται να εξετάζει με σύνεση το αίτημα, και, χωρίς να μεσολαβεί η τιμωρία του σαλού για όσα έσουρε, του παραχωρεί αυτό που ζήτησε, ή συχνότερα στην περίπτωση του Πούτιν, διασπείρει την είδηση πως θα του παραχωρήσει τέλος πάντων προσεχώς αυτό που του ζητήθηκε.
Έτσι, μέσα απ’ τον συμβολικό αυτό δημόσιο διάλογο των δύο προσώπων που εκτελείται χορογραφημένα χωρίς ποτέ οι δυο τους να συνομιλήσουν απευθείας, μα ενώπιον ενός δημόσιου ακροατηρίου—τούτο είναι που φανερώνει πως όλο το θέατρο στήνεται για να το δει ένα ακροατήριο, και όχι για να επιλυθεί υπηρεσιακά ένα πρόβλημα—επιβεβαιώνεται σε δύσκολες στιγμές για το καθεστώς το ποιός είναι ο τελικός ρυθμιστής του παιχνιδιού, δηλαδή ο Πούτιν, και παράλληλα στρώνεται το έδαφος με υπονομευτικές για άλλα δημόσια πρόσωπα μομφές για τις δικές τους ευθύνες, οι οποίες έτσι απομακρύνονται από τον ηγεμόνα διασπειρόμενες στους αυλικούς του.
Μία απ’ τις ειδικές υπηρεσίες που παρέχει, άλλωστε, η Βάγκνερ στην Αφρική είναι η διεξαγωγή σοσιαλμιντιακών εκστρατειών προπαγάνδας, καθώς έχω γράψει σε παλαιότερη αρθρογραφία μου, όπως στο πρόσφατο άρθρο μου ανάλυσης για το Σουδάν. Ο Πριγκόζιν ξέρει πολύ καλά τί κάνει και τα συμφωνημένα επικοινωνιακά όρια για το πώς θα το κάνει.
Ένα μοτίβο, ας πούμε, των παραληρημάτων του Πριγκόζιν είναι η ντροπιαστική παρακμή του ρωσικού στρατού, η προδοτική ανικανότητα των άβουλων και ανεπαρκών επιτελών, και πως μονάχα η Βάγκνερ μπορεί ν’ ανταποκριθεί ευέλικτα, βιώσιμα, και αποδοτικά στις πολυεπίπεδες ανάγκες ενός σύγχρονου πολέμου, όταν οι ακαδημαϊκές προσεγγίσεις του στρατιωτικού κατεστημένου αποτυγχάνουν και κοστίζουν ακριβά στην εθνική οικονομία, απλά για τη διαιώνιση των δικών του κατεστημένων πυραμίδων ισχύος μέσα στο φατριαστικό σκηνικό της «суверенная демократия», της «κυρίαρχης δημοκρατίας» που είναι το τεχνικό ψευδώνυμο του Πουτινισμού.
Όψεις αυτού που περιγράφω δεν έχουν διαλάθει στους πολιτικούς κι επικοινωνιακούς αναλυτές εντός κι εκτός της Ρωσίας, πως με τη θεατρινίστικη, over-the-top εκρηκτική του συμπεριφορά, ο Πριγκόζιν κεντά στον καμβά του δημόσιου αφηγήματος βελονιές προδοτικών ευθυνών του Γενικού Επιτελείου και του Υπουργού Σοϊγκού για τις αποτυχίες, τις παλινωδίες, και τις αμέτρητες απώλειες στο πλαίσιο της «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης», την οποία μονάχα ο ίδιος τάχα έχει την παρρησία σε δημόσια μηνύματά του να ξεγυμνώνει ως έναν γνήσιο πόλεμο με πραγματικές, απτές δυσμενείς συνέπειες μετρούμενες σε απώλειες, ιδού τα πτώματα και οι τραυματίες, ενώ οι εκπρόσωποι Τύπου του Υπουργείου και του ρωσικού ΓΕΣ περιγράφουν αποστειρωμένα και υπηρεσιακά δίχως εικόνες, δράματα, αίματα, και δυσοσμία θανάτου.
Καθώς υψώνονται τα βουνά των πτωμάτων, όλοι όσοι μεγάλωσαν κι εκπαιδεύτηκαν στη σοβιετική κουλτούρα επίρριψης των ευθυνών γνωρίζουν πως πλησιάζει η ώρα της λογοδοσίας, και πως ενορχηστρωτής είναι ουδείς άλλος απ’ τον ίδιο τον Πούτιν, η εξουσία του οποίου εδράζεται ακριβώς πάνω στη στρόφιγγα που ρυθμίζει τη ροή ισχύος μέσα στον ανελέητο ανταγωνισμό μηδενικού αθροίσματος των φατριών του Κρεμλίνου.
Μέσα στο Σαββατοκύριακο 6-7 Μαΐου, ανακοίνωσε πως του δόθηκαν υποσχέσεις πως θα του παραχωρηθούν τα πυρομαχικά και πολεμοφόδια που ζητούσε εδώ και πολλές εβδομάδες. Στην πράξη έλαβε κάτι άλλο: το πρώτο ήταν ο βομβαρδισμός των θέσεων των υπερασπιστών του Μπαχμούτ με βόμβες φωσφόρου, όπλο απαγορευμένο στους πολέμους γιατί δημιουργεί μιαν άσβεστη κόλαση φωτιάς. Είπε, ακόμα, πως επετράπη στη Βάγκνερ στο εξής να πράξει όπως θέλει, να μείνει ή να φύγει, αν και δεν υπήρξε σαφής εάν θα αποχωρήσει η εταιρεία ή όχι, και τούτο διότι, πρώτον, δεσμεύεται με συμβάσεις προς το Κρεμλίνο για συγκεκριμένο παραδοτέο έργο, δεύτερον, διότι εάν αποτύχει να ολοκληρώσει την αποστολή του, με τόσους πόρους που έριξε στη μάχη, και με τη στήριξη μάλιστα του ρωσικού ΓΕΣ, τότε τί εικόνα άραγε αυτό θα δώσει στους πελάτες του στην Αφρική, όπου επίσης δραστηριοποιείται η Βάγκνερ, για τις δυνατότητες της εταιρείας του; Τρίτον, όμως, διότι ο Τσετσένος Εμίρης Ραμζάν Καντίροφ κυκλοφόρησε φήμες πως θα προσέλθει ο ίδιος με 7000 «Καντίροφτσι» να τελειώσει τη δουλειά που απέτυχε ο Πριγκόζιν, κι έτσι να του πάρει τη δόξα, κυριεύοντας τα τελευταία ελεύθερα 2,4km2 απ’ τα 45km2 της ισοπεδωμένης πόλης, όπου άλλοτε κατοικούσαν 70.000 άνθρωποι.
Ο Πριγκόζιν δεν το άφησε έτσι, και την Τρίτη 9 Μαΐου, την ίδια ώρα που τελούνταν οι εορταστικές παρελάσεις στην Κόκκινη Πλατεία, και ο Πούτιν εκφωνούσε μια ομιλία με πολλές ζοφερές προειδοποιήσεις για το μέλλον της Ρωσίας που περνάει μέσα από την επικράτηση στα ουκρανικά πεδία των μαχών και για έναν αληθινό πόλεμο που διεξάγει η Δύση με αντικειμενικό σκοπό την εξαφάνιση της Ρωσίας, ο επικεφαλής της μισθοφορικής ανήρτησε νέο ηχητικό μήνυμα κι ένα ακόμα βίντεο στο Τέλεγκραμ, όπου έλεγε πως αν και δεν θέλει να χαλάσει το ευφρόσυνο κλίμα, όφειλε να υπενθυμίσει πως δεν έλαβε ακόμη τα υπεσχεμένα πολεμοφόδια, και πως η προδοτική συμπεριφορά των Σοϊγκού και Γκερασίμοφ εξακολουθούσε, τόσο διά παραλείψεως όσο και διά ανικανότητας, αφού αντίθετα με τους ηρωικούς του μισθοφόρους οι στρατιώτες των ΕΔ που απέστειλε το Επιτελείο τρέπονται σε φυγή πετώντας τα όπλα τους κι εγκαταλείποντας ντροπιαστικά τις θέσεις τους. Αυτό όλο είναι χτίσιμο αφηγήματος για τις ευθύνες της επόμενης ημέρας.
Αναλυτές στη Δύση επιχειρούν να ερμηνεύσουν τακτικά την απροθυμία ή αδυναμία του Γενικού Επιτελείου και του Υπουργείου να παράσχουν πολεμοφόδια εγκαίρως, όποτε τα ζητά ο Πριγκόζιν, πως επειδή σημειώνονται σοβαρότατες ελλείψεις πλέον στα ρωσικά αποθέματα, ήδη απ’ το περασμένο φθινόπωρο, ό,τι υπάρχει διανέμεται σε διάφορα πεδία σε όλο το πολύ εκτενές μέτωπο, ενώ η Βάγκνερ ασχολείται πια κατεξοχήν σημειακά με το Μπαχμούτ, όσο μάλιστα αναμένεται η ουκρανική αντεπίθεση.
Κοντά σ’ αυτό, η δική μου εκτίμηση προχωρά λίγο παραπέρα, γιατί λαμβάνω υπόψη το πώς λειτουργούν οι μηχανισμοί ισχύος μέσα στο καθεστώς, με κάθε υπηρεσία και κάθε τμήμα εντός αυτής ν’ ανταγωνίζεται τις άλλες για ισχύ, για πρόσβαση πλησιέστερα στον ηγεμόνα, για πόρους σε χρήμα και υλικοτεχνικά μέσα, για γραφειοκρατική μεγέθυνση με προσλήψεις νέου προσωπικού, και για επιρροή μέσα από την επίτευξη στόχων. Θα ήταν αυτοκτονικό για το Επιτελείο και το Υπουργείο να ενισχύσουν τον Πριγκόζιν και να συμβάλουν σ’ έναν δικό του θρίαμβο, ενώ μπορούν με ευλογοφανή ή απολύτως δικαιολογημένη χρονοτριβή να τον καθηλώσουν σε ατέρμονη αποτυχία, που τον στολίζει με εσωτερικό και διεθνή περίγελο από το καλοκαίρι του 2022.
Την ίδια ημέρα του παραληρήματος Πριγκόζιν, Παρασκευή 5 Μαΐου, η Ουκρανή υφυπουργός Άμυνας Χάννα Μαλιάρ δήλωσε πως όχι μόνο δεν παρατηρήθηκε αποχώρηση της Βάγκνερ, μα και επαναπροώθηση δυνάμεών της στο μέτωπο, σε μια προσπάθεια να ολοκληρωθεί η κατάκτηση του πολεοδομικού συγκροτήματος του Μπαχμούτ, πριν την 9η Μαΐου. Την επομένη, Σάββατο 6 Μαΐου, το ρωσικό υπουργείο άμυνας έσπευσε να διαψεύσει με σφοδρότητα, όμως η ταχύτητα ανταπόκρισής του ερμηνεύτηκε ως ένδειξη πανικού στο Κρεμλίνο.
Αυτή η προσπάθεια κατάληψης του Μπαχμούτ πριν την 9η Μαΐου απέτυχε, και φαίνεται πως ο Πριγκόζιν εδώ και βδομάδες με τις αναρτήσεις του στρώνει το έδαφος για το δημόσιο αφήγημα περί του ποιός φέρει την απώτερη ευθύνη της δικής του αποτυχίας—τυπική συμπεριφορά της σταλινικής εποχής το Blame Game—κάτι που ο ίδιος ο Πούτιν καλλιεργεί ως πρακτική, διότι κρατά ψηλά τον θανάσιμο, φατριαστικό ανταγωνισμό μέσα στις πυραμίδες ισχύος του καθεστώτος, με τον ίδιο να ρυθμίζει σε κατάλληλες στιγμές στο πλευρό ποιάς θα γείρει λίγο παραπάνω.
Η υβριδική και ετερόκλητη σύνθεση του εσωτερικά ασυνεννόητου στρατεύματος που δρα στην «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» της Ρωσίας στην Ουκρανία φανερώνει πολλά για την έριδα ανάμεσα σε δύο βασικά κατεστημένα της ύστερης ΕΣΣΔ και της πουτινικής Ρωσίας: το κατεστημένο των ΕΔ απ’ τη μια μεριά, και εκείνο της FSB απ’ την άλλη, απ’ το οποίο προέρχεται και ο ίδιος ο Πούτιν. Επιτρέποντας τη δράση μισθοφόρων της Βάγκνερ, Τσετσένων Καντίροφτσι, παραστρατιωτικών του Ντονμπάς, συμβασιούχων πολλών ταχυτήτων, ακατάλληλων γηραλέων επίστρατων, απόλεμων εφέδρων, και κυρίως αλλάζοντας τους διοικητές ανά λίγους μήνες, ο Πούτιν περισσότερο δείχνει να νοιάζεται μην τυχόν και το Γενικό Επιτελείο διατηρήσει τον έλεγχο του στρατεύματος και στραφεί εναντίον του, παρά για την νίκη στην Ουκρανία. Νίκη για κείνον δεν μοιάζει να είναι η κατάκτηση της χώρας, αλλά κάτι που εξυπηρετείται ήδη έστω κι έτσι, ώστε να μην απαιτείται η μεταβίβαση της διεξαγωγής του πολέμου στα χέρια του ΓΕΣ, και τούτο είναι η μετατροπή της χώρας σε «γην αοίκητον» και μια μαύρη τρύπα στον χάρτη, ένα non-state.
Στέλιος Ιατρού, Τετάρτη 10 Μαΐου 2023
[εκδοχή του άρθρου είχε πρωτοδημοσιευθεί στο Radio Me 88,4]
Discussion about this post