Οι γονείς μου ζουν τα τελευταία είκοσι χρόνια στην «ιδιωτική περιοχή» μιας μεγάλης πόλης. Πριν γράψω αυτό το άρθρο, σκέφτηκα για μερικές ημέρες πώς να μεταφράσω αυτόν τον όρο («ιδιωτική περιοχή») σε άλλες γλώσσες. Κατάλαβα ότι δεν γίνεται. Δεν είναι το ίδιο με την «ατομική οικοδομή», όπως αναφέρει η «Βικιπαίδεια», αλλά μια πνοή αγροτικής ζωής στον ιστό των μεγάλων πόλεων. Δεν υπάρχουν ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι, δεν υπάρχει αποχέτευση (αν και σχεδόν όλοι έχουν WC), το τηλέφωνο εμφανίστηκε πριν από περίπου δεκαπέντε χρόνια όπως και το φυσικό αέριο, που σημαίνει ότι το χειμώνα δεν χρειάζεται πια να μεταφέρεται το κάρβουνο με κάδους από τον αχυρώνα για την σομπα, 2-3 φορες την ημερα, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι έφτασε παντού. Παρότι που πριν από δέκα χρόνια, διπλα απο τα σπίτια άρχισαν να εμφανίζονται ξένες μάρκες αυτοκινήτων, στα τελευταία πέντε χρόνια, τίποτα δεν έχει αλλάξει.
Μετάφραση από sibreal.org/
Φέτος το καλοκαίρι πήρα τον γιο μου από τους γονείς μου μετά από ένα Σαββατοκύριακο. «Να έρθεις μέχρι τις δέκα το πρωί», μου είπε η μητέρα μου. Και πράγματι, ήρθα ακριβώς στις δέκα. Στις έντεκα, στον διπλανό δρόμο, έχει προγραμματιστεί μία κηδεία. Στις έντεκα το πρωί φέρανε τον ανιψιό του «αρχηγού» αυτης της γειτονιάς. Ο «αρχηγός» είναι ένας σεβαστός άνθρωπος, σαν τον ηγέτη μιας τάξης, αλλά αυτή τη φορά, της γειτονιάς. Συνεπώς, πρέπει να αποχαιρετήσουμε τον ανιψιό του «αρχηγού», που ανήκε στους συμμετέχοντες της «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης» και να πάνε με αξιοπρέπεια να τιμήσουνε τη μνήμη του. Τον αποκάλεσαν «στρατιώτη της άνοιξης», πολέμησε για έξι μήνες, επέστρεψε σπίτι με άδεια, ξανα έφυγε και την πρώτη μέρα έπεσε από πυροβολισμό. Τη δεύτερη φορά επέστρεψε σπίτι μέσα σε ένα φέρετρο. Γι’ αυτό λοιπόν έπρεπε να πάρω το παιδί στις δέκα – η μαμά μου ήξερε ότι δεν θα ενέκρινα τη συμμετοχή του σε αυτό το μνημειώδες γεγονός.
Στον ίδιο δρόμο με το πατρικό μου σπίτι κατοικεί -στο σπίτι των γονιών του- ένας «ήρωας του πολέμου», ο οποίος είναι πρώην μέλος της οργάνωσης «Βάγκνερ» και πρώην σεσημασμένος κλέφτης. Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, πάντα βρισκόταν φυλακή είτε για μικροκλοπές είτε για κακοποίηση. Έβγαινε για μερικούς μήνες, έπινε, λήστευε και ξαναέμπαινε στην φυλακή. Αν κάτι εξαφανιζόταν από κάποιο κήπο ή σπίτι στους μήνες που ήταν ελεύθερος, όλοι σκέφτονταν πρώτα αυτόν. Τώρα έχει παράσημο και ένα ολοκαίνουργιο αυτοκίνητο. Πήγε τους γονείς του διακοπές στην θάλασσα. Λένε ότι έκλαψαν από υπερηφάνεια για το γιο τους.
Στο γειτονικό σπίτι, ακριβώς απέναντί τους, ζει μια γυναίκα που εργαζόταν ως ελέγκτρια στα τραμ, ίσως και γι’ αυτό βριζει δυνατά. Τον τελευταίο ενάμισι χρόνο λέει ότι ο γαμπρός της όλο και πιο συχνά δηλώνει ότι θα πάει ως εθελοντής στον πόλεμο αφού τα δάνεια του δεν θα εξοφληθούν από μόνα τους. Και είναι αλήθεια ότι δεν θα εξοφληθούν. Ακριβώς δίπλα τους, ένας άλλος γείτονας πέθανε λόγω των δανείων καθώς άρχισε να πίνει και δεν αντεξε η καρδιά του. Την άνοιξη τον έθαψαν επίσης όλοι οι γειτονες μαζι.
Ζούσα σε αυτόν τον δρόμο για δέκα χρόνια. Οι γονείς μου ακόμα ζουν εκεί, επειδή έχουν την «μπάνια» (ρωσικό χαμάμ), το γκαράζ και τον κήπο και το προτιμούν «όχι σαν στα διαμερίσματά σας, όπου είναι κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλον». Όσον αφορά τους βετεράνους της οργάνωσης «Βάγκνερ» στη γειτονιά – «τι να κάνει κανεις, τώρα πια είναι παντού».
Κάθε φορά που ακούω τους «ειδικούς», που μιλούν από τα ζεστά τους στούντιο στην Ολλανδία ή το Ισραήλ και που λένε πώς ο λαός υφίσταται την κυριαρχία του καθεστώτος του Πούτιν και πώς λόγω του πολέμου και των κυρώσεων, αυτός ο λαός έχει χάσει τα πάντα, σκέφτομαι ακριβώς τη γειτονιά των γονιών μου. Σκέφτομαι γι’ αυτόν τον δρόμο ακόμα και όταν παρακολουθώ στο YouTube τις συζητήσεις ενός φιλελεύθερου μετανάστη και ενός άλλου «φιλελεύθερου» μετανάστη. Εκεί όπου λένε ότι σύντομα, λόγω της ανυπέρβλητης πίεσης των κυρώσεων, ο λαός θα συνειδητοποιήσει ότι το «καθεστώς του Πούτιν» του έχει αφαιρέσει τα πάντα. Θα συνειδητοποιήσει – και όπως ελπίζουν, θα ξεσηκωθεί. Ή δεν θα ξεσηκωθεί, αλλά τουλάχιστον θα σαμποτάρει το καθεστώς. Ή κάτι άλλο παρόμοιο.
Πρόσφατα, η γνωστή ψυχολόγος Λюдмила Петрановская προσπάθησε σε ένα άρθρο να συνοψίσει όλες τις απώλειες του ρωσικού λαού, για να μας δείξει ότι «όχι όλοι οι Ρώσοι είναι ωφελούμενοι από αυτόν τον πόλεμο». Η λίστα της περιελάμβανε διάφορα θέματα: Την κατάρρευση του εθνικού νομίσματος και της αξίας όλης της περιουσίας σε «σταθερό αντίτιμο», το «κλείσιμο των συνόρων» για τους τουρίστες, το «κλείσιμο των προοπτικών για τα παιδιά στο εξωτερικό σε ό,τι αφορά την εκπαίδευση, τη μείωση των πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, την υποβάθμιση της εκπαίδευσης, την υποβάθμιση του πολιτισμού, το χωρισμό των οικογενειών λόγω των αναχωρήσεων», και άλλα παρόμοια. Διαβάζοντας αυτήν τη λίστα, ευχαρίστησα ξανά τη μοίρα μου που δεν γεννήθηκα στη Μόσχα και ακόμα διατηρώ την επαφή μου με την πραγματικότητα.
Γιατί αν πούμε ότι ο «ρωσικός λαός» αποτελεί το δύο τρίτα του ρωσικού πληθυσμού, τότε ο «ρωσικός λαός» δεν έχασε τίποτα από τα προαναφερόμενα. Γιατί δεν είχε τίποτα από αυτά. Τελευταία φορά που ο λαός κράτησε δολάρια στα χέρια του ήταν κάπου στο 1997 – σαν ένα περίεργο αντικείμενο, τίποτα παραπάνω. Δεν πήγαινε ποτέ στο θέατρο και δεν παρατήρησε καθόλου ότι οι καλύτεροι σκηνοθέτες εγκατέλειψαν τη Ρωσία και τον άφησαν, τον λαό, χωρίς τίποτα. Τα παιδιά τους πηγαίνουν στο ίδιο σχολείο που πήγαιναν κάποτε και οι ίδιοι – ίσως ακόμα και στην ίδια δασκάλα, η οποία είναι εβδομήντα χρονών. Στον λαό, δεν έρχεται στο μυαλό του ότι μπορεί να διδάσκονται τα παιδιά χωρίς φωνές και ότι μπορείς να περπατάς πάνω στο γκαζόν του σχολείου. Τέλος, ο χωρισμός των οικογενειών συνέβαινε μόνο λόγω φυλάκισης, στράτευσης και στρατιωτικής θητείας. Ο λαός δεν είχε κανέναν που να φεύγει (απο την Ρωσία λόγω πολέμου) για τη Γεωργία ή το Καζακστάν – στους περισσότερους κανένας δεν είχε φύγει ποτέ πέρα από την πόλη τους.
Και όσον αφορά τις αυξημένες τιμές στα καταστήματα, ούτως η άλλως δεν περίμενε ποτέ αυτός ο λαός από τα καταστήματα. Ο λαός έχει όλα τα απαραίτητα στις αποθήκες, ακόμα και πατάτες και κονσέρβες με τουρσί για όλο το χειμώνα. «Κάπως θα τα βγάλουμε πέρα».
Οπότε γενικά ο λαός δεν έχασε τίποτα. Και η αληθεια ειναι δεν είχε και πολλά να χάσει.
Αλλά τι απέκτησε; Απέκτησε πολλά, απίστευτα πάρα πολλά. Κατα πρώτον, χρήματα. Πάρα πολλά χρήματα. Ναι, δεκάδες χιλιάδες ρώσοι στρατιώτες δεν γύρισαν από τον πόλεμο, αλλά εκατοντάδες χιλιάδες γύρισαν! Και γύρισαν με τόσα εκατομμύρια ρούβλια που πριν δεν μπορούσαν ούτε να φανταστούν (1 EUR = 104 ρούβλια). Στην πόλη της γυναίκας μου (δεν είναι τόσο μεγάλη όσο η δική μας, αλλά πολύ πιο βιομηχανική), ένας άνδρας γύρισε σπίτι με τρία εκατομμύρια ρούβλια που τα ξόδεψε μαζί με τους φίλους του σε δέκα ημέρες. Τριακόσιες χιλιάδες την ημέρα για την παρέα – συμπεριλαμβανομένου απεριόριστου αλκοόλ και πόρνες. Αυτή είναι ζωή! Οι οικογενειάρχες επιλέγουν να πάνε διακοπές, αγοράζουν διαμερίσματα, παίρνουν καινούργια αυτοκίνητα.
Κατά δεύτερον, η αίσθηση της μεγαλοσύνης. Όπως οι παππούδες μας νίκησαν το φασισμό, έτσι και εμείς νικάμε τον ναζισμό (ή τι είναι τώρα;) στην Ουκρανία. Και ταυτόχρονα νικάμε τους γκέι, τους Εβραίους, όλη τη συλλογική Δύση, τους μασόνους και γενικά όλους – όλους – όλους. Όσοι είναι πιο μεγάλοι, χαίρονται για την αναβίωση των δραστηριοτήτων από την εποχή του κομμουνισμου, την σχολική στρατιωτική εκπαίδευση, τη σχολική στολή και γενικά όλων των στοιχείων της νεότητάς τους. «Επιτέλους, γιατί η σύγχρονη νεολαία έχει εξευτελιστεί εντελώς!» Και όλα αυτά – χωρίς καμία προσπάθεια, συνήθως – ακόμη και χωρίς να σηκωθούν από τον καναπέ τους.
Και τι μπορεί να προτείνει κανείς σε έναν λαό, ο οποίος λόγω αυτού του πολέμου πλούτισε και νιώθει μεγαλειώδης, σαν ανατολίτης βασιλιάς; Ντοκιμαντεράκια για τα παλάτια των διεφθαρμένων αξιωματούχων του; Μα αυτός ο λαός ήξερε εδώ και καιρό, από τα ’90s, ότι τον έκλεψαν, δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο να μάθει εδώ. Συζητήσεις για το ότι αυτός ο λαός φταίει (ως «εναπομείνας») για τα εγκλήματα του καθεστώτος; Συνεντεύξεις για τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα; Τραγικές ιστορίες για τον Μπέρκοβιτς ή τον Μελκονιάντς; «Ποιοί είναι αυτοί τέλως πάντων; Γι’ αυτούς δεν είχε καμία αναφορά στην τηλεόραση και στο διαδίκτυο (για παράδειγμα, στην ιστοσελίδα της “Κομσομόλσκαγια Πράβντα”)».
Τα χρηματικά ποσά που ο λαός δεν θα έβγαζε ποτέ δουλεύοντας για δεκαετίες, σε συνδυασμό με την αίσθηση της μεγαλοσύνης, είναι μία εκρηκτική μείξη. Αν δεν τη λάβουμε υπόψη, μπορούμε να εκπλαγούμε για το γιατί στις πρόσφατες εκλογές για περιφέρεια ψήφισαν κυρίως τα χωριά (και όχι οι μεγάλες πόλεις) υπέρ του κυβερνώντος κόμματος – παρόλο που ακριβώς τα χωριά επλήγησαν περισσότερο από την επιστράτευση. Είναι αυτή η εκρηκτική μίξη που ωθεί τις γριές (μπάμπουσκες) να ψηφίζουν υπέρ της εξουσίας, καθώς έρχονται στα εκλογικά τμήματα με φορέματα που αγόρασαν πριν είκοσι χρόνια. Ψηφίζουν ολόκαρδα υπέρ της εξουσίας, η οποία σήμερα – αύριο – ακόμα και αν εχει εχθρούς, – θα χτισει μια μεγαλειώδη χώρα. Και ακριβώς αυτή η μείξη προκαλεί την απόλυτη διαφοροποίηση ανάμεσα στο λεπτό στρώμα ανθρώπων που πραγματικά έχασαν τα πάντα από αυτόν τον πόλεμο και της πλειονότητας του πληθυσμού, που δεν έχασε τίποτα, αλλά κέρδισε τα πάντα.
Στις διαλέξεις που κάνουμε οι διανοούμενοι, ελπίζοντας ότι σύντομα το σκοτάδι θα τελειώσει, αποφεύγουμε να σκεφτόμαστε το εξής: Εκατοντάδες χιλιάδες ανδρών και γυναικών που έχουν ήδη περάσει από αυτό τον πόλεμο και τις διαδικασίες για την «ανασυγκρότηση νέων εδαφών», έχουν εκατομμύρια παιδιά. Αυτά τα εκατομμύρια παιδιά πιστεύουν ότι οι γονείς τους κάνουν τώρα ηρωικό έργο. Το πιστεύουν ειλικρινά – δικαιωματικά, διότι αυτοί είναι οι γονείς τους και δεν μπορούν να είναι τέρατα. Αυτά τα εκατομμύρια παιδιά στην αρχή της σχολικής χρονιάς φορούν την τρικολόρ γραβάτα (χρώματα ρώσικης σημαίας), παρακολουθούν την ίδια τηλεόραση, ακούν τις αφηγήσεις των πατεράδων τους για τα «ουκρανοτέρατα», και ταξιδεύουν μέσα από την κατεστραμμένη Μαριούπολη για διακοπές στην Κριμαία (με τους πατεράδες τους ή χωρίς).
Εάν θέλουμε μετά τον πόλεμο να αρχίσουμε συζητήσεις για την κοινωνική μετάνοια, θα χρειαστεί να περιμένουμε να μεγαλώσουν αυτά τα παιδιά, να αποκτήσουν δικά τους παιδιά, και μονο σ’αυτά τα (ακόμα μη γεννημένα) παιδιά θα μπορέσουμε να αφηγηθούμε ότι οι παππούδες τους έκαναν ανήθικες πράξεις. Είναι ευκολότερο να ακούει κανείς για τους παππούδες, παρά για τους πατεράδες. Η εσωτερική, και όχι επιφανειακή μετάνοια ξεκίνησε στη Γερμανία τη δεκαετία του 1970 – ακριβώς όταν μεγάλωσαν τα παιδιά των παιδιών των εθνικοσοσιαλιστών.
Τότε, γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 2040, θα μπορούμε να μιλήσουμε στον λαό για τις απώλειες που πραγματικά υπέστη η ρωσική κοινωνία από τον τρέχοντα πόλεμο. Τουλάχιστον, τότε κάποιοι από το λαό θα μπορέσουν να ακούσουν πραγματικά. Παρεμπιπτόντως μεχρι τοτε θα παψουν να εργαζονται στα σχολεία και οι δασκάλες, η καριέρα των οποίων ξεκίνησε ακόμη κατά τη διάρκεια της εποχής του Μπρέζνιεφ.
Αλλά αυτή την στιγμη ο λαός βιώνει, πιθανώς, την καλύτερη περίοδο της ζωής του. Ναι, ορισμένοι εκπρόσωποί του επιστρέφουν περιοδικά από τον πόλεμο μεσα στα φέρετρα. Από την άλλη όμως, οι κηδείες γίνονται με τη συμμετοχη όλης της γειτονιάς. Τι άλλο είναι αυτό, αν όχι αναγέννηση των παραδοσιακών αξιών;
Σεργκέι Τσερνισόβ (Сергей Чернышов), PhD Ιστορίας