Η Συρία πίσω στον Αραβικό Σύνδεσμο

6
A handout photo made available by Saudi Royal Palace shows Saudi Crown Prince Mohammed bin Salman (L) receiving Syrian President Bashar al-Assad prior the 32nd Arab League summit, in Jeddah, Saudi Arabia, 19 May 2023. EFE/EPA/BANDAR ALJALOUD / HANDOUT HANDOUT EDITORIAL USE ONLY/NO SALES

Στη Τζέντα της Σαουδικής Αραβίας φιλοξενήθηκε την Παρασκευή 19 Μαΐου 2023 η Σύνοδος Κορυφής του Αραβικού Συνδέσμου, όπου εγκρίθηκε η επανεισδοχή της Συρίας του Μπασάρ αλ-Άσαντ στον Σύνδεσμο. Είχε προηγηθεί η θετική εισήγηση στη σύνοδο των Υπ. Εξ. των χωρών μελών την Κυριακή 7 Μαΐου.

Μέλη του Συνδέσμου είναι η Αλγερία, η Αίγυπτος, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Ιράκ, η Ιορδανία, οι Κομόρες Νήσοι (στα βόρεια του Πορθμού της Μοζαμβίκης), το Κουβέιτ, το Κατάρ, ο Λίβανος, η Λιβύη, το Μαρόκο, η Μαυριτανία, το Μπαχρέιν, το Τζιμπουτί, το Ομάν, η Παλαιστίνη, η Σαουδική Αραβία, η Σομαλία, το Σουδάν, η Συρία που μόλις επανήλθε, η Τυνησία, και η Υεμένη. Καθεστώς παρατηρητή έχουν λάβει η Αρμενία, η Βενεζουέλα, η Βραζιλία, η Ελλάδα, η Ερυθραία, η Ινδία, και το Τσαντ.

Στη Σύνοδο προσκλήθηκε καί ο Ουκρανός Πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι, προσγειώθηκε στη Τζέντα λίγο μετά τις 14:00 με γαλλική πτήση, προκειμένου να συναντηθεί με τον Σαουδάραβα Πρίγκιπα Διάδοχο Μοχάμεντ μπιν Σάλμαν (MBS), και να εκφωνήσει ομιλία στη συνεδρίαση του Συνδέσμου.

Η επίσκεψη-έκπληξη του Ζελένσκι ήταν μέρος της διεθνούς διπλωματικής του περιοδείας των προηγούμενων ημερών (Ρώμη, Βερολίνο, Παρίσι, Λονδίνο) για την εξασφάλιση στήριξης υπέρ της Ουκρανίας, αυτή τη φορά όμως επισκέφτηκε έναν χώρο φιλικό και εταιρικό προς τη Ρωσία.

Τυπικά, απ’ τις 22 χώρες μέλη του Συνδέσμου, μονάχα η Συρία έχει συνταχθεί ανοιχτά με τη Ρωσία σε όλες τις ψηφοφορίες στον ΟΗΕ, υπέρ της ρωσικής εισβολής, της κατοχής, των παράνομων προσαρτήσεων ουκρανικών περιφερειών, κι αυτό κατέστησε την περίσταση κάπως άβολη, όμως φανέρωσε το κουράγιο του Ουκρανού προέδρου, την ευελιξία του, που υπαγορεύεται από ανάγκη, και τόνωσε το διαλλακτικό του προφίλ προς το εξωτερικό, και το ηγετικό του προς το εσωτερικό.

Η ίδια η Σαουδική Αραβία κρατά μια ουδέτερη στάση απέναντι στον πόλεμο, αν και διάγει μια περίοδο έντασης με τις ΗΠΑ απ’ τον Μάρτιο το 2021 κι εξής, όταν η Κυβέρνηση Μπάιντεν έδωσε διά του Τόνι Μπλίνκεν το «imprimatur» στην έκθεση των Αμερικανικών Μυστικών Υπηρεσιών για τη δολοφονία και τον τεμαχισμό του Τζαμάλ Χασούχσι (Κασόγκι), έκθεση που είχε συνταχθεί επί Προεδρίας Τραμπ, και καταδείκνυε ως ηθικό αυτουργό τον Σαουδάραβα Πρίγκιπα Διάδοχο.

Είναι γνωστή η έριδα Λευκού Οίκου και Ριάντ για τις δύο αποφάσεις του OPEC+ τον Οκτώβριο 2022 και τον Απρίλιο του 2023 να περιορίσει κατά 3 εκατομμύρια βαρέλια/ημερησίως την παραγωγή αργού πετρελαίου, πράξη που ώθησε το State Department και το Οβάλ Γραφείο να δηλώσουν πως οι ΗΠΑ θα επανεξετάσουν το πλαίσιο των διμερών τους σχέσεων, ώστε να προσδιορίσουν και να υπηρετήσουν στο εξής νέες, επωφελείς για τις ίδιες προτεραιότητες.

Παράλληλα, η Σαουδική Αραβία έχει αντισταθεί στο αίτημα να επιβάλει στη Ρωσία τις Δυτικές κυρώσεις ή να τις διευκολύνει, αν και έχει στηρίξει ψηφίσματα του ΟΗΕ που καλούν τη Ρωσία ν’ αποσύρει τις δυνάμεις της από τα κατεχόμενα, και έχει υποσχεθεί $400M στην Ουκρανία σε ανθρωπιστική βοήθεια.

Όπως είχαμε πει κι εμείς εδώ στις προηγούμενες δύο ραδιοφωνικές διεθνείς ανασκοπήσεις, η Συρία επανήλθε ως πλήρες μέλος στον Σύνδεσμο, απ’ τον οποίον είχε αποβληθεί πριν από δώδεκα χρόνια, και όχι με το καθεστώς παρατηρητή.

Υπενθυμίζω πως στην αρχή του Συρικού Εμφυλίου, η Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα είχαν στηρίξει τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης κόντρα στον Άσαντ, ενώ το Ιράν και αργότερα η Ρωσία, απ’ το 2015 κι εξής. Από το 2021, όμως, Ριάντ και Άμπου Ντάμπι αποδέχθηκαν ως μη αναστρέψιμη την επικράτηση του Άσαντ, και είχαμε έκτοτε μια βαθμιδωτή επαναπροσέγγιση.

Στη Σύνοδο παρέστη, λοιπόν, ο Μπασάρ Αλ-Άσαντ, κατόπιν πρόσκλησης του Σαουδάραβα Υπ. Εξ. πρίγκιπα Φαϊζάλ μπιν Φαρχάν. Κατάρ, Υεμένη, Μαρόκο, Αίγυπτος, Ιορδανία, και Κουβέιτ ήραν τις πρότερες ενστάσεις τους για πλήρη επανεισδοχή, και εγκατέλειψαν τις προτάσεις τους απλώς για παραχώρηση καθεστώτος παρατηρητή στη Δαμασκό.

Πιστεύετε άραγε πως τούτο συνέβη δίχως να λάβουν ανταλλάγματα από Σαουδική Αραβία και Εμιράτα; Πιστεύετε πως είχαν εγείρει τις ενστάσεις τους αυτές γιατί πραγματικά τις πίστευαν, και αποστρέφονταν τις ακρότητες του καθεστώτος Άσαντ, και όχι για να διαπραγματευτούν με τα «μηχανοστάσια του αραβικού πλούτου» κάποια ανταλλάγματα, προκειμένου να τις άρουν; Πιστεύει κανείς πως δεν διαπραγματεύεται έτσι ο μεσανατολικός, ο αφρικανικός, ο τουρκικός, και ο κεντροασιατικός κόσμος, προβάλλοντας παρεμποδιστικά ενστάσεις μέχρι να τις άρουν σ’ ένα τραπέζι συνομιλιών έναντι ανταλλαγμάτων; Ας πούμε, ο Υπ. Εξ. του Κατάρ δήλωσε απ’ τη Ντόχα πως η χώρα του ήρε τις αντιρρήσεις του απλώς και μόνο για να μην διαφοροποιηθεί από το υπόλοιπο consensus στο εσωτερικό του Συνδέσμου.

Για τους ραδιοφωνικούς ακροατές μας [και τους αναγνώστες μας το Σαββατοκύριακο], νομίζω πως θα ήταν ωφέλιμο να επισημάνουμε πως ήδη απ’ το θέρος του 2018 έχουν πυκνώσει στον πλανήτη μας οι Σύνοδοι Κορυφής, τα διεθνή fora, οι διμερείς, τριμερείς, πολυμερείς συνεργασίες με διάφορες αφορμές και σε διάφορα πεδία αναφοράς: ενέργεια, άμυνα, ασφάλεια, ανάπτυξη και επενδύσεις, τεχνολογία, νεοφυείς τεχνολογικούς κλάδους, ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ μυστικών υπηρεσιών, κλιματική κρίση, κ.ά., δεν τα προλαβαίνουμε πια.

Ο κόσμος μας αναδιοργανώνεται βιαστικά, με τους μεγάλους, τους μεσαίους, και τους μικρούς γεωπολιτικούς παίκτες να παίρνουν θέσεις διαλέγοντας πλευρές ή πιεζόμενους να το πράξουν χωρίς καθυστέρηση, ειδάλλως θα τους προλάβουν οι περιφερειακοί ανταγωνιστές τους.

Επιπλέον, υπενθυμίζω πως στο εσωτερικό της Ούμμα, της ισλαμικής υπερκοινότητας, η επανεισδοχή της Συρίας συνιστά το τέταρτο χτυπητό παράδειγμα πρόσφατης εξομάλυνσης μιας κρίσης—το πέμπτο εάν προσθέσουμε τις Αβρααμικές Συμφωνίες με το Ισραήλ, όμως αυτές είναι με μια χώρα εκτός του Αραβικού Κόσμου.

Είχε προηγηθεί η εξομάλυνση με το Κατάρ: σε πρώτη φάση τον Μάρτιο του 2014 και κατόπιν στις 5 και 6 Ιουνίου 2017, διέκοψαν ολοσχερώς τις διπλωματικές τους σχέσεις με τη Ντόχα, και την απέκλεισαν χερσαία, το Μπαχρέιν, η Σαουδική Αραβία, τα ΗΑΕ, η Αίγυπτος, η Ιορδανία, ακολούθησαν η ανατολική λιβυκή κυβέρνηση της Βεγγάζης/Τομπρούκ (Χαλίφα Χάφταρ και Αγκίλα Σάλεχ), η Υεμένη, η Μαυριτανία, το Τζιμπουτί, ο Νίγηρας, η Γκαμπόν, οι Κομόρες Νήσοι, η Σενεγάλη, το Τσαντ, και οι Μαλδίβες, ενώ στο πλευρό του Κατάρ στάθηκαν το Ιράν, η Τουρκία, η Χαμάς, η Μουσουλμανική Αδελφότητα, και η δυτική λιβυκή κυβέρνηση της Τρίπολης. Στις 4 Ιανουαρίου 2021, με τη σθεναρή διαμεσολάβηση ΗΠΑ και τυπικά του Κουβέιτ, ο Μοχάμεντ μπιν Σάλμαν και ο νέος του κολλητός φίλος, ο Εμίρης Ταμίμ μπιν Χαμάντ αλ-Θανί τα βρήκανε, όμως στο μεταξύ το Κατάρ είχε μετατραπεί σε ακόμα ισχυρότερο στρατηγικό εταίρο του Ιράν, της Τουρκίας, και των ΗΠΑ (φιλοξενεί τη μεγαλύτερη αμερικανική αεροπορική βάση στη Μέση Ανατολή, την Al Udeid Air Base), και είχε καταστεί πολύ πιο αυτάρκες οικονομικά, στρατιωτικά, και διπλωματικά στη διεθνή σκηνή. Εντούτοις, φάνηκε η ευελιξία του MBS να υποχωρήσει, αποφεύγοντας τη διαιώνιση μιας έριδας που δεν απέδιδε για τα συμφέροντα της χώρας του, μα τα έβλαπτε κιόλας.

Δεύτερη ενδοϊσλαμική εξομάλυνση ήταν αυτή που Ριάντ και Τεχεράνη διαπραγματεύτηκαν απ’ το τέλος του 2020 και την άνοιξη του 2021 έως τη συμφωνία της 10ης Μαρτίου 2023, με το άνοιγμα των πρεσβειών τους εκατέρωθεν, και τρίτη προσπάθεια εξομάλυνσης, συνεχιζόμενη απ’ τον Απρίλιο έως σήμερα, είναι οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις για την Υεμένη, ακόμα ένα πεδίο όπου το Ιράν και η Σαουδική Αραβία αναμετρήθηκαν, όπως άλλωστε και στη Συρία.

Θα ήθελα εδώ να υπογραμμίσω πως πίσω απ’ όλα αυτά δεν κρύβονται οι ΗΠΑ ή η Κίνα, μολονότι μεταποικιακά σκεπτόμενοι συνηθίζουμε να βλέπουμε δυτικά δάχτυλα να κουρδίζουν τα ρολόγια της γεωπολιτικής ή τα δάχτυλα των πιο ονομαστών ανταγωνιστών μας, δηλαδή της Κίνας και της Ρωσίας, αλλά βρίσκεται ο Πρίγκιπας Διάδοχος Μοχάμεντ μπιν Σάλμαν.

ΗΠΑ (Αβρααμικές Συμφωνίες) και Κίνα (προσέγγιση Τεχεράνης-Ριάντ) σπεύδουν να παράσχουν διευκολύνσεις και καλές υπηρεσίες προκειμένου να καρπωθούν μέρος της προβολής και του διεθνούς πρεστίζ ως ειρηνοποιοί (peace brokers), όμως δεν θα καρποφορούσε τίποτα απ’ αυτά δίχως τον MBS, ο οποίος διαθέτει και ενσαρκώνει το νέο όραμα για τον Αραβικό Κόσμο του 21ου αιώνα, του τέλους της εποχής του πετρελαίου, και της πεποίθησης πως πρέπει σήμερα ή ν’ ανασυγκροτηθεί σε ενότητα υπό τη δική του ηγεσία, ή ν’ αλεστεί στις μυλόπετρες του ανταγωνισμού Ανατολής και Δύσης, σ’ ένα κόσμο που ο μισός εχθρεύεται το πετρέλαιο, την πηγή του αραβικού εισοδήματος, και ψέγει τους Άραβες για τ’ ανθρώπινα δικαιώματα, και ο άλλος μισός το λατρεύει, μα το απαιτεί σε χαμηλές τιμές.

Τέλος, αυτές οι συνεννοήσεις, που μία-μία τις έχει κατορθώσει ο ανερχόμενος ηγέτης MBS, προμηνύουν πως απομένει μία ακόμα μείζων θερμή κρίση που η Σαουδική Αραβία θα επιδιώξει οπωσδήποτε να επιλύσει σύντομα κατά τον ίδιο τρόπο: η Λιβύη. Λίβανος, Ιράκ, και Συρία διευθετούνται μέσω της συνεννόησης με το Ιράν. Για τη Λιβύη η συνεννόηση θα γίνει με Τουρκία και Ρωσία, που έχουν πατήσει το πόδι τους εκεί. Ιδανικά, με την Τουρκία μονάχα, καθώς ολοένα και εξασθενεί η ρωσική ισχύς εκεί ένεκα του πολέμου στην Ουκρανία.

Τις εβδομάδες της φετινής άνοιξης έχουν επιταχυνθεί και πυκνώσει επαφές και διαβουλεύσεις ανά δυάδες και τριάδες μεταξύ των εξής χωρών: Κίνας, Ρωσίας, Ιράν, Τουρκίας, Συρίας, Εμιράτων, και Σαουδικής Αραβίας.

Απέδωσαν τη γνωστή συμφωνία επανεκκίνησης διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Ιράν και Σαουδικής Αραβίας (10 Μαρτίου 2023), που εάν προχωρήσει, βλαστήσει, και καρποφορήσει βιώσιμα θ’ απελευθερώσει τα χέρια αμφότερων των συμβαλλόμενων μερών από τον αιώνιο πόλεμο στην Υεμένη, που κατατρώει πολύτιμους πόρους απ’ το Ιράν και σωρεύει αποτυχία στους Σαουδάραβες και τους Εμιρανινούς, εάν βέβαια εκεί στο άκρο της Αραβικής Χερσονήσου εμπεδωθεί μια μακρά εκεχειρία ή και μια ειρήνη με ανοικοδόμηση και σταθερόητα, υπό όρους των οποίων η σύνθετη φύση αποτελεί από μόνη της ένα πελώριο εγχείρημα για τις δύο πλευρές.

Συνάμα, τρεις άλλες χώρες στις οποίες το Ιράν και η Σαουδική Αραβία είχαν πιαστεί στα χέρια είναι το Ιράκ, η Συρία, και ο Λίβανος. Ειδικά στον τελευταίο το πολιτικό αδιέξοδο δεν μπορεί να ξεπεραστεί άνευ συνεννόησης των δύο ανταγωνιστών, ενώ το Ιράκ παραμένει πάντοτε αγκάθι μεταξύ τους, γιατί καί γεωγραφικά κείται μεταξύ τους, και ενεργειακά, εθνοτικά, και θρησκευτικά συνιστά ένα ναρκοπέδιο, μετά την κατάρρευση του Μπααθικού καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν και την αποκεντρωτική πολυδιάσπαση των κέντρων εξουσίας.

Για τη Συμφωνία της 10ης Μαρτίου είχα πει πως καμία απ’ τις δύο πλευρές δεν προσήλθε με αυταπάτες για την άλλη. Το μεν Ιράν είναι παγιδευμένο στον ιστορικό χρόνο της επανάστασης των Αγιατολάδων, στον πόλεμο επιβίωσης κι επικράτησης εναντίον της δαιμονικής Δύσης και των ασφυκτικών της κυρώσεων, στα πρακτικά αδιέξοδα της επεμβατικής του υπερέκτασης σε τόσα μέτωπα μέσα στον μουσουλμανικό κόσμο (σε Λίβανο, Συρία, Ιράκ, Υεμένη, Καύκασο), στο προβληματικό του πυρηνικό πρόγραμμα, καί εσχάτως στην ανταπόκρισή του απέναντι στη λαϊκή δυσαρέσκεια και διαμαρτυρία που κλονίζει το εσωτερικό της χώρας. Την Πέμπτη και Παρασκευή εκτελέστηκαν άλλοι τρεις άνδρες συλληφθέντες στις αντικυβερνητικές διαδηλώσεις για τη Μάχσα Αμίνι [βλ. εδώ για τις εκτελέσεις στο Ιράν].

Απ’ την άλλη, η Σαουδική Αραβία του MBS βιάζεται να κάνει άλματα μπροστά, να διαμορφώσει ένα πρωτοπόρα εντυπωσιακό μέλλον με βιτρίνα της ορισμένες τιτάνιες υποδομές, φουτουριστικές νέες πόλεις, ενεργειακές μεταβάσεις, όσο εξακολουθεί να διαφυλάσσει με ζήλο τα συμφέροντά της στην αγορά του αργού πετρελαίου, και κρισίμως, να διατηρήσει την παραδοσιακή ιδιοπροσωπία της πολιτικής και κοινωνικής της οργάνωσης.

Οι στοχεύσεις των δύο ακραίων δυνάμεων της μουσουλμανικής Ούμμα είναι πολύ διαφορετικές, και αυτά τα rapprochements είναι ένα πρώτο βήμα προς μια κατεύθυνση, στην οποία αμφότερες οι δυνάμεις του σιιτικού και του σουνιτικού Ισλάμ βρέθηκαν να βαδίζουν με σύμβουλό τους την ανάγκη κι όχι την αγαθή προαίρεση. Όχι δηλαδή για να επιλύσουν προβλήματα αιώνων του Αραβικού Κόσμου και δεκαετιών της Μέσης Ανατολής, μα για να πατήσουν ένα pause στον αναπόφευκτο ανταγωνισμό τους, που ιστορικά πλέον τις χωρίζει με αίμα και εχθροπάθεια ασύμβατη με την πλάνη μιας ανέμελης και ειλικρινούς ειρήνευσης, να στρώσουν με τη διπλωματική επανεκκίνηση ένα έδαφος προς μιαν ανάπαυλα που, εάν επιτευχθεί κι εκείνη έπειτα από κόπο και δαπάνη πολιτικού κεφαλαίου, θα τους επιτρέψει ν’ ασχοληθούν με τις οικείες τους, εσωτερικές προτεραιότητες, που είναι πιεστικές για πόρους, σχεδιασμό, και χρόνο, προτού, εκτιμώ, η Ιστορία τις επιστρέψει πάλι πίσω στην έριδα, εάν μέχρι τότε δεν έχει απομείνει ακμαία μονάχα η μία απ’ τις δύο δυνάμεις.

Συναρτημένη με την ιρανοσαουδαραβική κινητικότητα είναι η μοίρα της Συρίας, όπου Ιράν, Τουρκία, και Ρωσία είναι οι δυνάμεις με εμπεδωμένη ισχύ και επενδεδυμένα συμφέροντα στον χώρο, γι’ αυτό και έχουν συστήσει εννιά χρόνια τώρα το όργανο διαλόγου που είναι γνωστό ως Πρωτοβουλία της Αστάνας για τη Συρία [βλ. ενδεικτικά εδώ]. Αυτό που έκαναν εκεί οι τρεις χώρες ήταν να μεριμνούν μέσα απ’ την τριμερή συνεννόηση να μην επιλυθεί το πρόβλημα της Συρίας ερήμην της μίας απ’ τις άλλες δύο. Κοντά σ’ αυτά, έχουμε τη σύσφιξη των σχέσεων Μόσχας και Τεχεράνης σε μια γκάμα πεδίων με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία και το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.

Πρώτον, η Μόσχα φαίνεται πως παρέχει πυρηνική τεχνογνωσία στην Τεχεράνη, όπως είχε υπαινιχθεί την άνοιξη του 2022 ο Σεργκέι Λαβρόφ, θορυβώντας τότε την ανεπαρκή στη διαχείριση των διεθνών υποθέσεων ισραηλινή ηγεσία της Κυβέρνησης συνεργασίας Ναφτάλι Μπένετ και Γιάηρ Λαπίντ, με τον πρώτο να σπεύδει στη Μόσχα προκειμένου ν’ ακούσει διάφορα καθησυχαστικά ψέματα απ’ το «Στόμα του Σάουρον».

Δεύτερον, η Μόσχα λαμβάνει όπλα απ’ την Τεχεράνη, με πιο ονομαστά τα kamikaze drones Shaded, και της αποστέλλει, καθώς γράφεται κατά καιρούς σε δημοσιεύματα ήδη από πέρυσι τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο, δυτικό οπλισμό τεχνολογίας αιχμής που πέρασε σε ρωσικά χέρια στα ουκρανικά πεδία των μαχών, προκειμένου οι Ιρανοί με reverse engineering να τ’ αναλύσουν.

Τρίτον, οι δύο χώρες έχουν θέσει σε χρήση τον International North-South Transport Corridor (INSTC) [βλ. ενδεικτικά εδώ], που ενώνει τον Ινδικό Ωκεανό με την Αγία Πετρούπολη, προκειμένου να μεταφέρουν διά μέσω αυτού το εμπόριο της Ρωσίας προς την Ινδία, και εξερευνούν τώρα, εμπλέκοντας καί την Αρμενία, τρόπους να στήσουν έναν δεύτερο δρόμο που θα παρακάμπτει το Αζερμπαϊτζάν, το οποίο καί δεν έχει ολοκληρώσει τις δικές του υποδομές στον INSTC, καί λοξοκοιτάζει προς ΗΠΑ και ΕΕ για τα πεπρωμένα του [βλ. για τον νέο δρόμο εδώ].

Ασφαλώς δεν λησμονούμε τις επαφές της Κίνας με το Ιράν, το οποίο αγοράστηκε απ’ το Πεκίνο για 25 χρόνια με τη Συμφωνία Στρατηγικής Οικονομικής Συνεργσίας έναντι $400Β (27 Μαρτίου 2021).

Τί κοινό έχουν η Συρία, η Ρωσία (και το εξάρτημά της, η Λευκορωσία), το Ιράν, η Κίνα (και η Βόρεια Κορέα), η Τουρκία, η Σαουδική Αραβία;

(1) είναι όλες τους χερσαίες δυνάμεις,

(2) κυβερνώνται από καθεστώτα που απορρίπτουν τυχόν ξένες παραινέσεις υπέρ των φιλελεύθερων δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων,

(3) υποστηρίζουν σθεναρά την δική τους, «κυρίαρχη δημοκρατία», όπως την ονομάζουν, δηλαδή το αυτοφυές τους πολιτικό σύστημα,

(4) θεωρούν απειλούμενη την ιδιοπροσωπία της παράδοσής τους, την οποία διαφυλάσσουν ως πυρήνα του πολιτεύματος και της κοινωνικής τους οργάνωσης ακόμα κι όταν κρατά καταπιεσμένα πλατιά κοινωνικά στρώματα και ομάδες, τα ίδια που βλέπουμε την Δύση να διατρανώνει πως πρέπει ν’ αποκτήσουν «ορατότητα» (visibility), «εκπροσώπηση» (representation), «συμπερίληψη» στις κοινωνικές και πολιτικές δομές (inclusion), «ισονομία» (equity), και ν’ αναγνωριστούν μέσα στη νόρμα της διαφορετικότητας (diversity), όλα τους αιτήματα που απορρίπτονται αναφανδόν από τα καθεστώτα σ’ αυτές τις χώρες.

Δεν είναι πολλές αυτές, είναι οι ίδιες που ψηφίζουν στο πλευρό της Ρωσίας στην Ολομέλεια του ΟΗΕ, ή απέχουν βολικά για τη Μόσχα, και σ’ αυτές οφείλουμε να μην κλείσουμε τα μάτια μα να εγγράψουμε καί την Ινδία, τη μεγαλύτερη, ούτως αποκαλούμενη, δημοκρατία του κόσμου, η οποία μαζί με την ανταγωνίστριά της, Κίνα, αμφισβήτησε πως το μόνο νόμιμο και τέλειο υπόδειγμα πολιτειακής οργάνωσης είναι η Δημοκρατία Δυτικού Τύπου, ιδέα που o Βλάντισλαβ Σουρκόφ είχε διατυπώσει στη Ρωσία του Πουτινισμού προτάσσοντας την προρρηθείσα κυρίαρχη δημοκρατία (суверенная демократия), η οποία εκδηλώνεται μέσα από την πολιτική θεωρία του «Ρασισμού» (Ρωσικός Φασισμός, Ruscism, Rascism, Russian Fascism).

Παραμένει λίαν προβληματική για τη Δύση η ουδετερότητα που κρατά το Νέο Δελχί, όταν στυλώνει τα πόδια και επιμένει πως παρήλθε ο καιρός που ο ευρωατλαντικός κόσμος δικαιούται να ορίζει την ατζέντα. Δεν έχει μεν εντελώς άδικο, αλλά εάν διακηρύσσει πως πρέπει ν’ ακούγονται όλες οι φωνές, δεν μπορεί να ξεκινήσει πρώτα απ’ τη σίγαση των Δυτικών φωνών, εκτός βέβαια εάν απλά δεν ενδιαφέρεται πια να τις ακούει.

Αυτές οι χώρες που έχουν πολύ διαφορετικές στοχοθεσίες και προτεραιότητες η καθεμία συγκριτικά με τις άλλες, και μερικές μάλιστα χωρίζονται απ’ τις άλλες με βαθιά εχθρότητα, καχυποψία, υπαρξιακό ανταγωνισμο, και αρχαία πάθη, συγκρότησαν ένα ρευστό μπλοκ διαλόγου, συνεννόησης, συντονισμού, και εναρμόνισης δράσεων, όχι πάντοτε όλες με όλες, το οποίο οφείλουμε να παραδεχτούμε πως υπάρχει, μολονότι παραμένει ασφαλώς χαλαρό, και εκδηλώνεται κατά τα συμφέροντά τους, όχι δε ιδιαίτερα αλληλοστηρικτικά εξίσου απ’ όλους προς όλους, μα τουλάχιστον ανά δυάδες και τριάδες παρουσιάζει ανησυχητική κινητικότητα και συντονισμό σε ορισμένα κρίσιμα πεδία, όπως η ενέργεια. Οι ενεργειακές εξαρτήσεις της Κίνας, λογουχάρη, είναι αναπόδραστες προς εκάτερη ακτή του Περσικού Κόλπου, ακόμα προς την Κεντρική Ασία καί τη Ρωσία.

Κάτι άλλο που ενώνει κάμποσες απ’ αυτές τις χώρες είναι η εχθρότητα των συμφερόντων τους που φτάνει μέχρι και το υπαρξιακό μίσος προς το Ισραήλ και προς τα δύο ελληνικά κράτη, Ελλάδας και Κύπρου, ενώ η αδιαφορία άλλων εξ αυτών προς αυτά τα τρία κράτη της Ανατολικής Μεσογείου επιτρέπει περιθώρια ανησυχίας σε μας, εάν επειδή προσφέρουν ενίσχυση στους εχθρούς μας μέσα απ’ τις νυν εναρμονίσεις τους, εμπλακούμε εμείς σε περιπέτειες εξ αντανακλάσεως.

Σε τούτο έχουμε φταίξει βαρύτατα καί εμείς, διότι επί τέσσερις δεκαετίες δεν ασχοληθήκαμε με την οικοδόμηση πλεγμάτων διμερών και πολυμερών σχέσεων με κάποιες απ’ αυτές τις δυνάμεις, τις ουδέτερες ή δυνάμει φιλικότερες, ώστε τα δικά τους συμφέροντα να συμπλακούν με τα δικά μας και έτσι να επενδύσουν στη δική μας επιβίωση και ευημερία για το δικό τους όφελος, ενώ ό,τι έχουμε συνάψει με τη διπλωματική υπερκινητικότητα του Νίκου Δένδια τη διετία 2020-2022 δεν έχει αναπτυχθεί περαιτέρω, και δεν το συγκεκριμενοποιήσαμε με πλήθος νέων εφαρμοστικών πρωτοκόλλων, συμφώνων, νέων συνθηκών που θα επέκτειναν με λεπτομέρεια και διακλαδώσεις το αρχικό αποτέλεσμα που κάθε διμερής και τριμερής συμφωνία που συνήψαμε είχε κατορθώσει.

Όσον δε για το Ισραήλ, η κοντά τριετής κυβερνητική του κρίση το έχει οδηγήσει είτε στη ακραία ακηδία της ασθενικής και απράγμονος κυβέρνησης Μπένετ-Λαπίντ, είτε στην οπισθοδρόμηση σε μια αντιπαραγωγική και αντιπαθητική διεθνώς ακρότητα της όχι λιγότερο εύθραυστης νέας Κυβέρνησης Νετανϊάου, που αφήνει τη χώρα χωρίς σθεναρά πρόθυμους συμμάχους, ενώπιον μάλιστα ενός αραβομουσουλμανικού σκηνικού που αναδιοργανώνεται, διχασμένη στο εσωτερικό της, και την απομακρύνει απ’ την κάποτε πολλά υποσχόμενη Πρωτοβουλία 3+1 των ΗΠΑ, απ’ την οποία κι εμείς οι Ελλαδίτες και Κύπριοι έχουμε απομακρυνθεί εξαντλούμενοι σε χαμηλής έντασης διαβουλεύσεις για γυμνάσια των ναυτικών μας και αεροπορικών στόλων, και πολύ λίγα πιο πέρα απ’ αυτά.

Πίσω στην ιρανοσαουδαραβική συμφωνία της 10ης Μαρτίου, είπα εκείνη την ημέρα πως θα ήταν πλάνη μας να πιστέψουμε πως οι δύο χώρες θα εγκαταλείψουν τη στρατηγική τους στοχοθεσία η καθεμία, τις υλικές και άυλες υποδομές που έχουν στήσει προς εξυπηρέτηση των στόχων τους δεκαετίες τώρα, τις τεχνικές, τις τακτικές, και τις μεθόδους που έχουν αναπτύξει, τα δίκτυα των ανθρώπων που έχουν δραστηριοποιήσει στην υπηρεσία των προτεραιοτήτων μακράς πνοής τους, θα ήταν, λοιπόν, πλάνη να νομίσουμε πως θα ξεχάσουν όσα έμαθαν και πως αφελώς θ’ αλλάξουν πορεία, μεταβαλλόμενες σε κάτι που δεν είναι και δεν υπήρξαν ποτέ γνησίως ή αυθορμήτως.

Νομίζω δε πως μάλλον θα ωφελούσε να περιμένει κανείς πως μέσα σε ένα φαινομενικά ηπιότερο μεταξύ τους κλίμα θ’ απελευθερωθούν πόροι και δυνάμεις που αμφότερες θ’ αφιερώσουν στην ανασύνταξη και στην αναδίπλωση όσων τύπων δράσης έχουν μέχρι τώρα ξετυλίξει η μία εναντίον της άλλης.

Θα ήταν πλάνη να πιστέψουμε πως δυο χώρες του κόσμου της παράδοσης, τον οποίων η φιλοσοφία διακυβέρνησης υιοθέτηση από τη Δυτική νεωτερικότητα μονάχα ό,τι εργαλείο διετίθετο ευμενώς προς ενίσχυση της σκαιότητάς τους, τώρα ξαφνικά θ’ αλλάξουν περπατησιά, και μεταβαλλόμενες θα πορευτούν προς την εντελώς αντίθετη κατεύθυνση. Δεν λειτουργεί έτσι η παράδοση.

Τελικά, νομίζω πως εάν προσεγγίσουμε την κινητικότητα αυτής της ομάδας κρατών, και θέλουμε να κατανοήσουμε γιατί και πώς εκδηλώθηκε τώρα, θα φτάσουμε στο ερώτημα τί εξυπηρετεί, σε ποιάν ανάγκη απαντά και σπεύδει να ικανοποιήσει.

Νομίζω πως επειδή διπλωματικά, οικονομικά, ενεργειακά, και σε προβολή διεθνούς ισχύος ενισχύεται κατεξοχήν ο Αραβικός κόσμος, αναδυόμενος ως αυτοτελής από τις ΗΠΑ οντότητα, κατόπιν δε η Κίνα ως διαμεσολαβήτρια σε όλα αυτά τα μέτωπα συνεννοήσεων και με όλες τις quasi-διπλωματικές κινήσεις που ακολούθησαν τον σεισμό της Συρίας-Τουρκίας και την ευκαιρία παροχής ανθρωπιστικής βοήθειας—ακόμα και σε κείνες όπου λόγω της ανοικείωσής μας με τις λεπτομέρειές τους δεν πάει άμεσα ο νους μας—θα βλέπαμε ότι το Πεκίνο του Σι Ζινπίνγκ αρχίζει να προβάλλει ως ένα πολύ διαφορετικό Πεκίνο από εκείνο της εποχής Ντενγκ Ζιάο Πινγκ και Χου Ζιντάο, αναμιγνυόμενο σε διεθνείς υποθέσεις πολύ μακράν της Κίνας [βλ. Αφρική και Λατινική Αμερική, ασφαλώς Περσικό Κόλπο και Μέση Ανατολή] πάντοτε βέβαια ερχόμενο σε διαμεσολαβητική επαφή με εξόχως προβληματικά κράτη-παρίες, και εκμεταλλευόμενο πιεστικές τους ανάγκες τα υποχρεώνει σε εικονικές και ναρκοθετημένες συμφωνίες που μονάχα σε εργαστηριακές συνθήκες θα μπορούσε κανείς να εγγυηθεί ότι θα λειτουργήσουν βιώσιμα στη μακρά πνοή, και τούτο διότι ρίξτε μια ματιά ποιός υπογράφει τί και με ποιόν, και αναρωτηθείτε τί αξιοπιστία έχουν όλοι αυτοί και το μελάνι της υπογραφής τους.

Πίσω στη Σύνοδο του Αραβικού Συνδέσμου, πρακτικά ποιά είναι η κατάσταση στη Συρία που σήμερα εισδέχονται εκ νέου οι Άραβες στον Σύνδεσμό τους;

Έπειτα απ’ τη οκταετή ρωσική συνδρομή στον Άσαντ, οι δυνάμεις του, που αρχικά κρατούσαν κάποιες συνοικίες μονάχα της Δαμασκού κατέκτησαν κάμποσες πόλεις, ενώ μεγάλες εκτάσεις παραμένουν υπό τουρκική κατοχή, άλλες κρατούνται από Τζιχαντιστές, άλλες από αντάρτες με τουρκική στήριξη, άλλες από κουρδικές παραστρατιωτικές πολιτοφυλακές με φθίνουσα αμερικανική και νυν εμιρατινή στήριξη (ενδεχομένως).

Δημογραφικά, απ’ τα αρχικώς 22 εκατομμύρια του τέως ακμάζοντος πληθυσμού, στη σημερινή μαύρη τρύπα του μεσανατολικού χάρτη έχουν απομείνει περίπου 15,5 εκατομμύρια εγκλωβισμένων στα ερείπια, οι οποίοι ήδη έχρηζαν ανθρωπιστικής βοήθειας και πριν τον σεισμό, με 6 εκατομμύρια απ’ αυτούς να είναι εσωτερικά εκτοπισμένοι, και 6,8 εκατομμύρια πρόσφυγες στο εξωτερικό, που τόσο ο Ερντογάν όσο και ο Κιλιτσντάρογλου υπόσχονται πως θα επαναπροωθήσουν με το στανιό πίσω στην αοίκητη χώρα τα 3 εκατομμύρια.

Εχθές το βράδυ, έφτασε στη Τζέντα ο Άσαντ, και ο Γ.Γ. του Συνδέσμου, Άχμεντ Αμπούλ-Γαΐτ δήλωσε πως ελπίζει «η ανάκτηση της έδρας της απ’ τη Συρία να συμβάλει στη λήξη της σύγκρουσης». Ο Σαουδάραβας Υπ. Εξ. Φαϊζάλ μπιν Φαρχάν αλ-Σαούντ καλωσόρισε τη Συρία, διαπιστώνοντας πως «ο κόσμος μας σήμερα αντιμετωπίζει αναρίθμητες προκλήσεις και δυσκολίες που μας τοποθετούν μπροστά σ’ ένα σταυροδρόμι. Επιβάλλεται να σταθούμε όλοι ενωμένοι, και να προσπαθήσουμε να ενισχύσουμε την κοινή αραβική δράση ώστε να τις αντιμετωπίσουμε.»

Ποιός θα πει ότι έχει άδικο; Είναι άλλη υπόθεση εάν τούτο δικαιολογεί την επανεισδοχή της Συρίας. Πάνω σ’ αυτό, νομίζω ότι MBS φαίνεται πως έχει αποδεχθεί ως δόγμα του στην εξωτερική πολιτική μια ρήση του Χένρι Κίσινγκερ: πως οι Άραβες δεν μπορούν να κάνουν πόλεμο δίχως την Αίγυπτο, μήτε ειρήνη δίχως τη Συρία.

Οπότε, προκειμένου το Ριάντ να κρατήσει όρθια την Αίγυπτο του κλίματος Σίσι, τη στηρίζει στο θέμα της Λιβύης, του Σουδάν, των υδάτων του Νείλου, και της Μουσουλμανικής αδελφότητας. Παράλληλα, με ευελιξία έξυπνου και πραγματιστή ηγέτη, ο MBS προσεγγίζει Ρωσία, Ιράν, και Τουρκία για να επιλυθεί στον εφικτό βαθμό το ζήτημα της Συρίας, ώστε να ενισχυθεί ο Αραβικός Κόσμος και ν’ ανταποκριθεί στο νέο, αντίξοο, προϋφεσιακό και εμπόλεμο ή προπολεμικό διεθνές σκηνικό.

Απ’ τη μεριά τους, οι ΗΠΑ έχουν επανειλημμένα δηλώσει τόσο απ’ τον Λευκό Οίκο όσο και από το State Department και την μόνιμη αντιπροσωπεία τους στον ΟΗΕ πως «η θέση μας είναι ξεκάθαρη—δεν θα εξομαλύνουμε τις σχέσεις μας με το Καθεστώς Άσαντ, και σίγουρα δεν στηρίζουμε άλλους να το πράξουν αυτό» (Βεντάντ Πατέλ, εκπρ. Τύπου του State Department).

Πρόκειται για ένα στοίχημα του MBS, εάν επαναφέροντας τη Συρία στον Σύνδεσμο θα θεραπευτεί η αστάθειά της, και θ’ απωθηθεί η Τουρκία από το έδαφός της, ή εάν η Συρία θα μολύνει με την αστάθειά της τον Σύνδεσμο, μπλέκοντάς τον σε χειρότερες περιπέτειες ως πληγή χαίνουσα, για όσο παραμένει στα πράγματα ο Άσαντ.

Στέλιος Ιατρού | 20 Μαΐου 2023