Η Λιουντμίλα από τη Χερσώνα αφηγείται στο ww3.gr τις τραγικές στιγμές της ρωσικής κατοχής στην Χερσώνα. Ήρθε στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση της πόλης για να βρει τα παιδιά της. Σήμερα θυμάται με φρίκη και καταθέτει τις συγκλονιστικές μαρτυρίες της – πως οι ρώσοι κρύβονταν στο νεκροταφεία, πως λεηλατούσαν τα πάντα φεύγοντας από την πόλη.
Γράφει η Ντιάνα Ρομάνκο:
Καθόμαστε με την Λιουντμίλα στον καναπέ κάπου στον Βύρωνα και κρατάμε κούπες με ελληνικό καφέ στα χέρια μας. Γύρω τρέχει η εγγονή της, η Σόνια, χαρούμενη και ομιλητική.
«Πόσο μου λείπουν τα φυτά μου!» είναι οι πρώτες λέξεις που μου λεει η 73χρονη Λιουντμίλα απο την Χερσώνα της Ουκρανίας. «Έχω σπίτι γεμάτο με φυτά, παντού, παντού έχω τις γλάστρες. Τώρα τα προσέχει η γειτόνισσα, αλλα δεν είναι το ίδιο. Εγώ τους μιλούσα.»
Η οικογένεια της Λιουντμίλα στην δεκαετία ’30 μετακόμισε από την ουκρανική πόλη Βίνιτσια στο Καζακστάν λόγω του Μεγάλου Λιμού. Ο Μεγάλος Λιμός της Ουκρανίας, γνωστός ως Γολοντομόρ, ήταν η γενοκτονία του ουκρανικού λαού που οργανώθηκε από την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος των Μπολσεβίκων και την κυβέρνηση της ΕΣΣΔ το 1932-1933 με τη δημιουργία τεχνητής μαζικής πείνας. Η προγραμματισμένη κατάσχεση των καλλιεργειών σιτηρών και όλων των άλλων τροφίμων από τους αγρότες από τις σοβιετικές αρχές οδήγησε άμεσα στη θανάτωση 2,9 -5 εκατομμύρια Ουκρανών, ενώ οι σοβιετικές αρχές διέθεταν σημαντικά αποθέματα σιτηρών και τα εξήγαγαν στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Λιμού.
«‘Οταν ήρθαν οι δικοί μου σε τοπικό φούρνο στο Καζακστάν, η γιαγιά μου αγόρασε σε κάθε παιδί από μια φρατζόλα ψωμί και ξεκίνησαν να τρώνε μπροστά στα μάτια της έκπληκτης πωλήτριας η οποία δεν ήξερε τίποτα για την κατάσταση στην Ουκρανία.
Στο σπίτι μας υπάρχει ντουλάπα με πόρτες, όταν άνοιγες τις πόρτες έβλεπες στοιβαγμένες τετράγωνες φραντζόλες ψωμιού. Σχεδόν έναν αιώνα μετά έπρεπε πάλι να ψάξουμε για τρόφιμα, τώρα στην κατεχόμενη Χερσώνα.
Εγώ ρωτούσα τον άντρα μου, τον Μίσα, αν θα ξεκινήσει ο πόλεμος και μου έλεγε ναι, γιατί ήδη άρπαξαν την Κριμαία οι ρώσοι και η Χερσώνα ήταν ακριβώς επόμενη. Μετά ο Μίσα για να με καθησυχάσει έλεγε ότι δεν θα γίνει τίποτα.»
Στις 24 Φεβρουαρίου 2022 η Λιουντμίλα ήταν στο διαμέρισμά της με την εγγονή και την κόρη της. Την ξύπνησαν λέγοντας ότι ξεκίνησε ο πόλεμος. Ακολούθησαν εκρήξεις στο διπλανό αεροδρόμιο, κόπηκε επικοινωνία μέσω κινητών και διαδικτύου. Στην τηλεόραση μόνο ρωσικά κανάλια υπήρχαν πια και έστελνε η άλλη κόρη από την Ελλάδα τα νέα για το πώς προχωράει η ρωσική εισβολή. Η Λιουντμίλα πήγαινε σε μια καφετέρια που είχε WiFi και διάβαζε στα γρήγορα αυτά τα μηνύματα. Στην πόλη μπήκαν στρατιωτικά οχήματα και τανκς με ρωσικές σημαίες. Παντού ήταν στρατιώτες.
«Βγαίναμε από το σπίτι μόνο για να βρούμε τρόφιμα. Οι τράπεζες και τα ΑΤΜ ήταν ναρκοθετημένες και δεν μπορούσες να τα πλησιάσεις όταν ήρθαν οι ρώσοι. Αρχικά πουλούσαν προϊόντα από η Κριμαία σε υπαίθριες αγορές , μετά, όταν άρχισαν να φέρουν κόσμο από τη ρωσία να ζει στην Χερσώνα, όπως δασκάλους για παράδειγμα, άνοιξαν και τα δικά τους σουπερμάρκετ. Ήταν ξεχωριστά ταμεία για τους ρώσους και τους Ουκρανούς.
» Βλέπαμε συνέχεια πως περνάνε οι πύραυλοι πάνω μας για να χτυπήσουν την Ουκρανία, ειδικά τον Μικολάιβ. Ακούγαμε εκρήξεις. Τότε βάζαμε να παίζει από το κινητό η προσευχή στην Παναγία. Η 5χρονη Σόνια έπαιρνε την εικόνα της Θεοτόκου και σταύρωνε κάθε γωνία του σπιτιού λέγοντας “προστάτεψε μας, Μαρία, σώσε μας”. Ήταν πολύ τρομαγμένη. Ακούγαμε και για άλλα παιδιά στη Χερσώνα ότι εμφάνιζαν διάφορα προβλήματα υγείας από τον φόβο. Μαθαίναμε ότι πολλοί που ήθελαν να φύγουν από την πόλη προς την Ουκρανία, δεν τα κατάφερναν: είτε δεν τους άφηναν, είτε τους πυροβολούσαν. Η κόρη μου ευτυχώς κατάφερε να ξεφύγει από αυτά και έφτασε με την Σόνια στην Ουκρανία σώα και αβλαβής. Εγώ έμεινα με τον κατάκοιτο άντρα μου. Οι συγγενείς από το Καζακστάν έλεγαν να κάνουμε υπομονή μέχρι οι ρώσοι στρατιώτες να απελευθερώσουν όλη την χώρα. Να απελευθερώσουν από τι; Από τις καλύτερες ντομάτες και καρπούζια που είχε η περιοχή μας;»
Κάνει παύση στην ιστορία της, καθαρίζει βουρκωμένα μάτια και με κερνάει παγωτό σε όμορφο βαζάκι.
«Ξέρεις πόσα τέτοια βαζάκια άφησα εγώ στην Χερσώνα; Όλη τη ζωή μου άφησα εκεί. Όταν πέθανε ο Μίσα, πήραμε άδεια να τον θάψουμε στο δικό μας νεκροταφείο γιατι είχα αγοράσει εκεί ένα κομμάτι γης για μας. Σταθήκαμε πολύ τυχεροί που καταφέραμε να μπούμε στο νεκροταφείο. Μας έλεγαν οι εργάτες ότι οι ρώσοι κρύβονταν στους φρέσκους τάφους, σαν να ήταν χαρακώματα. Έτρωγαν και κοιμόντουσαν εκεί. Ήξεραν ότι οι Ουκρανοί δεν θα χτυπήσουν ποτέ ένα νεκροταφείο. Μας έδωσαν πέντε λεπτά τελετής στο νεκροταφείο και είπαν να φύγουμε γρήγορα. ‘Ολοι οι τάφοι ήταν παρατημένα γιατι δεν μπορούσαν να έρχονταν οι συγγενείς πια εκεί να τα περιποιούνται, όπως ορίζει η παράδοσή μας.»
«Θυμάμαι πώς τρόμαξαν όλοι οι γείτονες όταν είδαμε να έρχεται η καταιγίδα. Δεν αντιδρούσαμε πια σε εκρήξεις, αλλά μας τρόμαξε βροχή.» – χαμογελάει η Λιουντμίλα.
«Εγώ δεν ήθελα να έρθω. Το έκανα για τις κόρες μου που ανησυχούσαν. Πέρασα δύσκολους μήνες πριν την απελευθέρωση της Χερσώνας στις 11 Νοεμβρίου 2023. Δεν είχαμε ρεύμα, νερό, φυσικό αέριο. Κρυώναμε. Μια μέρα με φώναξε η γειτόνισσα και είπε “Ξέρεις τι έγινε στο κέντρο της πόλης; Τα παιδιά μας, ανήλικα και νεολαία, τραγουδούσαν Εθνικό Ύμνο και οι Τσετσένοι έκαναν εμετό πάνω τους”. Μετά βλέπαμε πώς την κοπανάνε οι ρώσοι από την πόλη κλέβοντας τα πάντα: από το μνημείο του Σουβόροφ που ήταν σε μια πλατεία μέχρι χαρτί υγείας από το Ινστιτούτο Επιμόρφωσης Καθηγητών. Νταλίκες έφευγαν από την Χερσώνα με τρόφιμα, λευκές συσκευές και μουσειακά εκθέματα. ‘Οταν έμαθα ότι οι δικοί μας επιτέλους μπήκαν στην πόλη, από τις βετέξ που είχα στο σπίτι έκανα μια μικρή σημαία και την κρέμασα στο μπαλκόνι. Παντού έβλεπα τις σημαίες μας.»
Το λέει και κλαίει πάλι. Της κρατάω το χέρι και στη σιωπή τελειώνουμε τον καφέ μας. Πικρίζει.
«Εγώ θέλω να πεθάνω στην Ουκρανία. Ήρθα μετά την απελευθέρωση της Χερσώνας εδώ στην Αθήνα μόνο επειδή δεν ήθελα να ανησυχούν κάθε μέρα για μένα οι κόρες μου. Γιατί τώρα οι ρώσοι που είναι στην άλλη μεριά του ποταμιού βομβαρδίζουν και πυροβολούν καθημερινά την πόλη μου. Όταν ερχόμουν στην Αθήνα παλιά, για διακοπές, ένιωθα πολύ όμορφα. Πλέον δεν νιώθω έτσι γιατί μου λείπει πόλυ το σπίτι μου, τα φυτά μου.»
ww3.gr